φορβάδα

φορβάδα
η / φορβάς, -άδος, ΝΜΑ
η φοράδα
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχει φορβή, ζωοτροφή («φορβάδος ἐκ γαίας», Σοφ.)
αρχ.
1. (για άλογα και βόδια) (και για αρσ.) αγελαίος
2. μτφ. (για γυναίκα) πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορβ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρβω* «τρέφω» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. φορ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φορβάδα — φορβάς giving pasture masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • φοράδα — η / φοράς, άδος, ΝΜΑ το θηλυκό άλογο, η φορβάδα νεοελλ. μτφ. (ειρωνικά) μεγαλόσωμη γυναίκα αρχ. 1. εύφορη, γόνιμη 2. μερική πληρωμή, δόση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στιβ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”